Τρίτη 29 Μαρτίου 2011

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

   Οι συνάξεις μας των γονέων και των νέων ζευγαριών κατα την την περίοδο της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, γίνονται συνήθως  κάθε Τετάρτη στις 07:00 το απόγευμα. Πριν την εκδήλωση ψάλλεται το  Μεγάλο Απόδειπνο.

Σάββατο 26 Μαρτίου 2011

ΣΥΝΑΞΕΙΣ ΓΟΝΕΩΝ ΚΑΙ ΝΕΩΝ ΖΕΥΓΑΡΙΩΝ 2010 - 2011 Τετάρτη 30 - 03 - 2011

Την Τετάρτη 30 - 03 - 2011 και ώρα 19:00,
(αμέσως μετά το Μέγα Απόδειπνο στις 18:00),
στα πλαίσια των συνάξεων των γόνέων και νέων ζευγαριών,
θα μιλήσει ο
καθηγητής του Δ.Π.Θ. κ. Σάββας Τοκμακίδης με
θέμα: Διατροφή και νηστεία.

1821, Οι παράξενες περιπέτειες μιας επανάστασης


Εισηγητής: κ. Νεκτάριος Δαπέργολας 
Διδάκτωρ Ιστορίας του ΔΠΘ
Τετάρτη, 23 Μαρτίου 2011,
Ώρα :19.00,
Αίθουσα: Ι. Ν. Αγίας Βαρβάρας
  Οι συνάξεις την περίοδο
της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής,
γίνονται συνήθως  κάθε Τετάρτη.
Πριν την εκδήλωση ψάλλεται το     
Μ. Απόδειπνο

Μεθαύριο. 25 Μαρτίου, ανήμερα του Ευαγγελισμού, τη μέρα δηλαδή που πανηγυρίζουμε τη Σάρκωση του Λόγου και την έμπρακτη εφαρμογή του θεϊκού σχεδίου για τη σωτηρία του ανθρωπίνου γένους, ειδικά εμείς οι Έλληνες γιορτάζουμε και ένα άλλο πολύ σημαντικό γεγονός. Την έναρξη του μεγάλου αγώνα, με τον οποίο κατόρθωσε το έθνος μας να αποτινάξει ένα μακρόχρονο ζυγό και να οριοθετήσει και πάλι τη θέση του στον πολιτικό χάρτη του ελεύθερου κόσμου. Για τον λόγο αυτό η Επανάσταση του 1821 αποτελεί πραγματικά μέγα γεγονός, ένα από τα σημαντικότερα της μακραίωνης ελληνικής Ιστορίας, και ίσως το πλέον αξιοθαύμαστο, εφόσον συνεκτιμηθούν και οι ιδιάζουσες συνθήκες, μέσα στις οποίες γεννήθηκε.

Οι συνθήκες αυτές καθορίζονταν από την πιο σκοτεινή σκλαβιά, που γνώρισε ποτέ αυτός ο τόπος. Μια σκλαβιά ανελέητη, που δεν ήταν μόνο πολιτική αλλά και πνευματική, και απειλούσε να πνίξει μέσα στο βάρβαρο σκοτάδι της ολόκληρο το θαυμαστό οικοδόμημα του ελληνικού πολιτισμού της Ρωμηοσύνης. Όμως ο Ελληνισμός επέδειξε μία αξιοθαύμαστη αντοχή, η οποία σφυρηλατήθηκε από την πίστη στον Θεό και από τον άσβεστο πόθο για την ελευθερία. Έχοντας ως κιβωτό την Εκκλησία, κατόρθωσε να μείνει ζωντανός, να διαφυλάξει την πίστη και τη γλώσσα του, να διασώσει τους συνεκτικούς του δεσμούς με το παρελθόν, να διατηρήσει τη συναίσθηση της ετερότητάς του απέναντι στον αλλόθρησκο κατακτητή και να αναπτύξει έτσι ένα εθνικό φρόνημα, που έμεινε αδούλωτο παρά τις ταπεινώσεις της σκλαβιάς, όπως αποδεικνύουν και τα 150 περίπου επαναστατικά κινήματα που σημειώθηκαν σ’ όλη τη διάρκεια αυτής της σκοτεινής περιόδου και τα οποία βεβαίως πνίγηκαν στο αίμα. Και ο Ελληνισμός μάλιστα δεν πέτυχε μόνο την επιβίωσή του, αλλά κατόρθωσε να προχωρήσει ακόμη πιο πέρα, παράγοντας τον δικό του πολιτισμό: τον θαυμάσιο λαϊκό πολιτισμό της Τουρκοκρατίας (που τόσο υποτιμήθηκε στο παρελθόν από τον νευρωτικό ελιτισμό των υπερμάχων της δυτικοστρεφούς διανόησης) και βεβαίως τις Κοινότητες, μια πραγματική όαση αυτονομίας μέσα στην άνυδρη έρημο της σκλαβιάς. Έτσι λοιπόν ακόμη και μέσα στο τέλμα του ζυγού, ο Ελληνισμός δεν έπαψε να εξελίσσεται, ακολουθώντας μία υπόγεια και δυσδιάκριτη, αλλά πάντως σταθερή πορεία σταδιακών ζυμώσεων, μέσα από τις οποίες σφυρηλατήθηκε περαιτέρω και η εθνική του συνείδηση. Και όταν πια ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, μπόρεσε να πραγματοποιήσει το πιο μεγάλο και αποφασιστικό άλμα προς την ελευθερία.
Στο σημείο αυτό, νομίζω πως ήρθε η ώρα πια να σας εξηγήσω γιατί επέλεξα στον τίτλο της σημερινής ομιλίας να κάνω λόγο για τις «παράξενες περιπέτειες μιας επανάστασης». Το πρώτο παράξενο πράγμα είναι φυσικά η ίδια η επανάσταση. Επρόκειτο πράγματι για ένα πολύ παράδοξο γεγονός στην εξέλιξή του, ως κάτι που ξεκίνησε με ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας κι άντεξε 8 ολόκληρα χρόνια ενάντια σε όλα τα προγνωστικά και ξεπερνώντας πραγματικά ανυπέρβλητα εμπόδια. Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να σκεφτούμε ότι απέναντι στον Ελληνισμό έστεκε μία μεγάλη αυτοκρατορία, με απεριόριστα αποθέματα σε υλικά μέσα και έμψυχο δυναμικό, την οποία έπρεπε να αντιμετωπίσει με τα δικά του πενιχρά μέσα και χωρίς να έχει καν τη δυνατότητα να οργανώσει και να προετοιμάσει επαρκώς τον ένοπλο αγώνα του. Με χίλιους κόπους και άπειρες προ-φυλάξεις μεταφέρθηκαν όπλα και χρήματα από την Ευρώπη χάρη στη Φιλική Εταιρεία. Με χίλιους κόπους όμως καλύφθηκαν και στη συνέχεια οι ανάγκες του αγώνα, που διεξήχθη σε απίστευτα δύσκολες συνθήκες. Ανεφοδιασμός δεν υπήρχε, οι ομάδες των επαναστατών πολεμούσαν περνώντας πολλές φορές και μέρες ολόκληρες νηστικοί, είναι ενδεικτικό ότι ακόμη και τις σφαίρες για τα κουμπούρια και τα καριοφίλια τους, μόνοι τους έπρεπε συχνά να τις κατά-σκευάζουν, λιώνοντας μολύβι, που και αυτό όμως ήταν σπάνιο.
Ιππικό επίσης δεν διέθεταν, αλλά ούτε και πυροβολικό, πράγμα που σε συνδυασμό με τη λειψανδρία τους εξηγεί το γιατί επέλεγαν εκ των πραγμάτων να μη δίνουν μετωπικές μάχες σε ανοιχτούς χώρους απέναντι στα πολυπληθή και οργανωμένα τουρκικά στρατεύματα, αλλά να προτιμούν τακτικές κλεφτοπόλεμου και ανταρτοπόλεμου, δηλαδή ξαφνικές και αιφνιδιαστικές επιθέσεις, τα λεγόμενα γιουρούσια. Χαρακτηριστικό είναι αυτό που αναφέρει στα «Απομνημονεύματά» του ο μετρ – θα λέγαμε – της συγκεκριμένης τακτικής, ο Κολοκοτρώνης. «O Μπραΐμης» γράφει «μου επαράγγειλε μια φορά διατί δεν στέκω να πολεμήσωμεν (κατά μέτωπον). Εγώ του αποκρίθηκα, ας πάρη πεντακόσιους, χίλιους, και παίρνω και εγώ άλλους τόσους, και τότε πολεμούμε, ή αν θέλη ας έλθη και να μονομαχήσωμεν οι δύο. Αυτός δεν με αποκρίθηκε εις κανένα. Και αν ήθελε το δεχθή, το έκαμνα με όλην την καρδιάν, διότι έλεγα αν χανόμουν, ας πήγαινα, αν τον χαλούσα όμως, εγλύτωνα το έθνος μου». Ήταν η λειψανδρία λοιπόν και η έλλειψη σε πολεμικά μέσα που επέβαλαν και την πολεμική τακτική (π.χ. νυχτερινές επιθέσεις, κραυγές για να τρομάξει ο εχθρός, έτσι εύρισκαν και όπλα κλπ).
Η ίδια αριθμητική διαφορά υπήρχε βέβαια και στη θάλασσα, όπου τα ελληνικά καράβια των καπεταναίων της Ύδρας, της Χίου, της Μυκόνου και των Σπετσών, ήταν αξιόμαχα, είχαν έμπειρα πληρώματα και ήταν εξοπλισμένα και με κανόνια, από τον καιρό που το είχε επιτρέψει ο ίδιος ο σουλτάνος, ώστε να μπορούν να αμύνονται απέναντι στους πειρατές της Μεσογείου. Παρ’ όλα αυτά όμως ήταν και πάλι πολύ λιγότερα από τα τουρκικά, ειδικά δε από τη στιγμή που στο παιχνίδι μπήκε κι ο Ιμπραήμ με τον πανίσχυρο αιγυπτιακό στόλο του. Οπότε χρειάστηκε κι εδώ πολλές φορές παράτολμος ηρωισμός για να κερδηθούν οι ναυτικές συγκρούσεις και φυσικά χρειάστηκε να επιστρατευθούν και στη θάλασσα αντίστοιχες τακτικές κλεφτοπόλεμου (ο λόγος για τα θρυλικά πυρπολικά ή μπουρλοτιέρικα).
Πέραν όμως όλων αυτών των δυσχερειών σε σχέση με τα αντίπαλα στρατεύματα, ο Ελληνισμός είχε ταυτόχρονα να αντιμετωπίσει και την ιδιαίτερα δυσμενή κατά τη στιγμή εκείνη διεθνή συγκυρία, αφού η πολιτική των ευρωπαϊκών δυνάμεων όχι μόνο δεν ευνοούσε τότε την εκδήλωση επαναστα-τικών κινήσεων, αλλά αντίθετα ήταν ταγμένη στην με κάθε τρόπο κατάπνιξή τους και στην πάση θυσία διατήρηση του ήδη υπάρχοντος διεθνούς status quo (αντιδραστικό πνεύμα Ιεράς Συμμαχίας).
Τίποτε ωστόσο απ’ όλα αυτά δεν στάθηκε ικανό να φοβίσει τους Έλληνες, που αντιστάθμισαν όλα τα μειονεκτήματα με το περίσσευμα της ψυχής τους, αντιπαραβάλλοντας την αυταπάρνηση και τη μεγαλειώδη απελπισία ενός λαού, που είχε συνειδητά επιλέξει να πεθάνει, εφόσον δεν μπορούσε να ζήσει ελεύθερος. Και πολεμώντας ηρωικά, κατόρθωσαν να κερδίσουν μεγάλες νίκες στα πεδία των μαχών, να δημιουργήσουν τετελεσμένα γεγονότα και να αντιστρέ-ψουν ακόμη και τον διεθνή παράγοντα.
Αυτή η αντιστροφή είναι άλλο ένα παράδοξο στοιχείο και ταυτόχρονα πραγματικά πολύ εντυπωσιακό. Η αντιστροφή ξεκινά βέβαια με τον φιλελληνισμό. Ας προσέξουμε όμως λίγο τι πραγματικά συνέβη τότε. Εδώ όταν ακούμε για φιλελληνισμό, το μυαλό μας ίσως πάει σε κάποιους μεμονωμένους Ευρωπαίους αριστοκράτες ή στρατιωτικούς, κυρίως στον λόρδο Μπάυρον και σε μερικούς ακόμη, που ήρθαν και πολέμησαν ή και πέθαναν στην Ελλάδα. Ήταν βεβαίως και αυτό και η προσφορά αυτών των ανθρώπων ήταν πράγματι τεράστια. Ειδικά η περίπτωση του διάσημου Μπάυρον που εγκατέλειψε τα πλούτη του, για να ζήσει και τελικά να πεθάνει στο Μεσολόγγι, προκάλεσε σοκ σε όλη την Ευρώπη και πολλαπλασίασε το ενδιαφέρον για τον ελληνικό αγώνα. Πέραν όμως εκείνων που ήρθαν και πολέμησαν, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι ο φιλελληνισμός ήταν ένα τεράστιο κύμα εκείνη την εποχή. Οι απροσδόκητες νίκες των Ελλήνων από τη μια, τα δεινά που υφίστανται από την άλλη, σαν τη σφαγή της Χίου, αλλά κυρίως η ηρωική έξοδος του Μεσολογγίου, που μπορεί να είναι και το ηρωικότερο γεγονός σε ολόκληρη την ελληνική Ιστορία, κάνουν τον θαυμασμό για τους Έλληνες και την αντιπάθεια για τους Τούρκους να περάσουν σε όλη τη Δυτική Ευρώπη τα όρια του παροξυσμού.
Τα μετατρέπουν σε μαζική υστερία και σε ασφυκτική πίεση πλέον της κοινής γνώμης προς τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, ώστε να επέμβουν υπέρ των Ελλήνων. Και τελικά επενέβησαν, καθώς ουσιαστικά αναγκάστηκαν να συρθούν πίσω από τις εξελίξεις. Έτσι λοιπόν ήταν που κατόρθωσαν οι Έλληνες με τον ηρωισμό τους και το αίμα τους να νικήσουν και την Ιερά Συμμαχία, να σπάσουν το αντιδραστικό μέτωπο που είχαν συγκροτήσει τα ευρωπαϊκά ανακτοβούλια. Και έτσι ήταν που εξήλθαν τελικά νικητές από μία άνιση αναμέτρηση, που πριν από την έναρξή της φάνταζε ως μία εντελώς απονενοημένη κίνηση, χωρίς την παραμικρή πιθανότητα επιτυχίας.
Όλα αυτά καταδεικνύουν για ποιο λόγο η Επανάσταση του ’21 είναι ένα τόσο αξιοθαύμαστο γεγονός. Πολλές φορές ακόμη στη μακραίωνη Ιστορία του ο Ελληνισμός κατήγαγε θριάμβους, πολεμώντας ενάντια σε ισχυρότερους εχθρούς. Όλοι όμως αυτοί οι θρίαμβοι ήταν επιτεύγματα ενός ελεύθερου και περήφανου λαού, που ήταν οργανωμένος και συνηθισμένος να μάχεται.
Το ’21 αντίθετα ήταν μια εξέγερση περιφρονημένων σκλάβων, που με βάση τη λογική ύστερα από τόσους αιώνες εξουθενωτικής δουλείας θα έπρεπε να είχαν σβήσει. Στην περίπτωση όμως αυτή ο Ελληνισμός κατόρθωσε να υψωθεί πάνω και πέρα από τη λογική, συντρίβοντας ένα προς ένα όλα τα τεράστια εμπόδια, που μετά την πτώση του Βυζαντίου έθεταν τροχοπέδη στην ομαλή ιστορική του εξέλιξη. Αντί να πεθάνει, αντιστάθηκε, αναγεννήθηκε μέσα από τις στάχτες του, κράτησε αδούλωτη την ψυχή και το φρόνημά του. Και στο τέλος αυτής της πορείας, πήρε τα όπλα για να διεκδικήσει και τα ύψιστα εκείνα αγαθά, που ακόμη του έλειπαν: τη θρησκευτική του ελευθερία, την εθνική και πολιτική του ανεξαρτησία, το δικαίωμα να ζήσει με αυτοσεβασμό και αξιοπρέπεια. Τα πέτυχε τελικά και αυτά, πολεμώντας με ηρωισμό σ’ έναν αγώνα, που κατά την έναρξή του δεν έμοιαζε να είναι τίποτε άλλο από μία μάταιη και χαμένη υπόθεση.
Τα παράξενα όμως βέβαια δεν τελειώνουν εδώ. Και αν έως τώρα είδαμε όλες τις εντυπωσιακές θετικές εξελίξεις του Αγώνα, από την άλλη φυσικά είναι γεγονός ότι δεν μπορούμε να εξιδανικεύσουμε τα πάντα και να τα εξαγιάσουμε. Ένα ακόμη εντυπωσιακό στοιχείο είναι το ότι αυτό που δεν μπόρεσαν τελικά να κάνουν οι Τούρκοι με τα στρατεύματά τους, παρ’ ολίγο να το πετύχουν οι ίδιοι οι Έλληνες με την ανοησία τους. Ο λόγος φυσικά για την απίστευτη διχόνοια που ενέσκηψε ήδη από το 1823 πάνω στους επαναστάτες. Και όχι βέβαια ότι η διχόνοια είναι παράξενο φαινόμενο, ειδικά όταν μιλάμε για Έλληνες. Μάλλον πρόκειται για το πλέον αναμενόμενο πράγμα. Εδώ όμως τα πράγματα πέρασαν κάθε όριο, γιατί δεν μιλάμε απλώς για κάποιες έριδες και συγκρούσεις με φόντο τα αρχηγικά σύνδρομα κάποιων από τους πρωταγωνιστές. Μιλάμε για μια συνεχή αντιπαράθεση ανάμεσα σε πολιτικούς και στρατιωτικούς, αλλά και ανάμεσα σε Μωραίτες, Υδραίους και Ρουμελιώτες, που οδήγησε ούτε λίγο ούτε πολύ σε 3 εμφύλιους πολέμους, παράλληλα μ’ εκείνον που γινόταν ενάντια στους Τούρκους. Μάχες δόθηκαν, αίμα χύθηκε, σπουδαίοι άντρες κλείστηκαν στη φυλακή σαν τον Κολοκοτρώνη ή χάθηκαν σαν τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, που τον βασάνισαν απάνθρωπα και τελικά τον πέταξαν από τον βράχο της Ακρόπολης – κι αυτά τα έκανε ο Γκούρας, δηλαδή ο ίδιος ο πρώην υπαρχηγός του. Ευτυχώς όμως το εγκληματικό αυτό λάθος της διχόνοιας, παρ’ ότι βέβαια αποδυνάμωσε πολύ και αποδιοργάνωσε τις δυνάμεις των επαναστατών και τις αποπροσανατόλισε από τον στόχο που ήταν οι Τούρκοι (και που θα έπρεπε να είναι ο μόνος στόχος), δεν στάθηκε μοιραίο τελικά.
Η μεταβολή της διεθνούς συγκυρίας και η ασφυκτική πίεση της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης ήταν ήδη γεγονός ως το 1827 και ήταν αρκετά, ώστε να εξουδετερώσουν τη νικηφόρα προέλαση του ισχυρού τουρκο-αιγυπτιακού στρατού του Ιμπραήμ ενάντια στους καθημαγμένους από τις εμφύλιες συγκρούσεις Έλληνες. Στη ναυμαχία του Ναβαρίνου, ο ενωμένος στόλος Άγγλων, Γάλλων και Ρώσων κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος του αιγυπτιακού και οι 3 Μεγάλες Δυνάμεις έστειλαν ως τελεσίγραφο πλέον στον σουλτάνο Μαχμούντ την απόφασή τους να ιδρυθεί στη νοτιότερη γωνιά των Βαλκανίων ένα ελληνικό κράτος. Το κράτος όμως αυτό δεν θα ήταν ανεξάρτητο, αλλά αυτόνομο και φόρου υποτελές στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Και έτσι ήταν που η επανάσταση μπήκε σε άλλη μια παράξενη περιπέτεια. Στο τέλος της έμελλε να έρθει μία απροσδόκητη επιτυχία, αλλά αμέσως μετά και μία άδοξα χαμένη τεράστια ευκαιρία.
Η απροσδόκητη επιτυχία είχε το όνομα «ανεξαρτησία», γιατί ο σουλτάνος Μαχμούντ αρνήθηκε πεισματικά τους όρους των Μεγάλων Δυνάμεων, με την αλαζονική του αδιαλλαξία προκάλεσε εκνευρισμό στις κυβερνήσεις τους και τις ώθησε τελικά σε ακόμη πιο ακραίες λύσεις υπέρ των Ελλήνων. Όλο αυτό το κλίμα έσπευσε βέβαια να το εκμεταλλευτεί ο έμπειρος και ευφυέστατος διπλωμάτης Ιωάννης Καποδίστριας, που από το 1828 είχε αναλάβει κυβερνήτης της Ελλάδας, αποδεχόμενος την πρόσκληση της ελληνικής Εθνοσυνέλευσης. Η προσφορά όμως του σπουδαίου Καποδίστρια δεν υπολογίζεται μόνο στο ότι έπεισε τελικά Άγγλους και Ρώσους να αναγνωρίσουν την Ελλάδα ως ανεξάρτητο κράτος και να της παραχωρήσουν και βελτιωμένη συνοριακή γραμμή, σε σχέση με την αρχική του 1828.
Ήταν ένας πραγματικά αγνός και ανιδιοτελής άνθρωπος, υπεράνω χρημάτων και κάθε είδους άλλης σκοπιμότητας, που μέσα σε μόλις 2 χρόνια έθεσε τις βάσεις για τη δημιουργία κράτους δικαίου με οργανωμένη παιδεία, άμυνα και κοινωνική πρόνοια. Η δολοφονία του όμως, για λόγους μικροπολιτικούς, επειδή κάποιοι δεν νοούσαν να χάσουν τα παλιά προνόμιά τους, εντασσόμενοι σ’ ένα οργανωμένο κράτος με κεντρική διοίκηση, έβαλε βίαιο τέλος σε όλα αυτά. Αυτή ήταν η μεγάλη χαμένη ευκαιρία, που προανέφερα. Οι Μεγάλες Δυνάμεις, αντί να μετατρέψουν την Ελλάδα σε προτεκτοράτο τους, της άφησαν στα 1828 μία μοναδική, απρόσμενη ευκαιρία αυτοδιάθεσής και αυτοδιοίκησης, κάνοντας μία υποχώρηση μπροστά στο τεράστιο και πανευρωπαϊκά αξιοσέβαστο όνομα του Καποδίστρια. Η δολοφονία του, 3 μόλις χρόνια αργότερα, δικαίωνε απλά εκείνους που έλεγαν ότι επρόκειτο για ένα άναρχο έθνος που δεν μπορούσε να διοικηθεί από μόνο του και έπρεπε να μετατραπεί σε βασίλειο κάτω από έναν δυτικο-ευρωπαίο μονάρχη και κάτω υπό την πλήρη και απροκάλυπτη πλέον ξένη κηδεμονία. Μια ακόμη παράξενη περιπέτεια της επανάστασης στα τελευταία της χρόνια, που με τόσες ελπίδες ξεκίνησε μετά τη ναυμαχία του Ναβαρίνου, κλείνει με τον χαμό του Έλληνα Καποδίστρια και την επιλογή του Βαυαρού Όττο φον Βίτελσμπαχ ως βασιλέα της Ελλάδας. Κλείνει με τρόπο τραγικά αυτοκαταστροφικό.
Όμως δεν ήταν αυτή η μόνη τραγική κατάληξη. Υπήρχαν και χειρότερα για τους αγωνιστές του 21. Η ίδια η Ιστορία δυστυχώς απέδειξε πως ούτε η αυτοθυσία τους γέννησε τούς καρπούς που οι ίδιοι περίμεναν, ούτε εκπληρώθηκαν πραγματικά οι στόχοι για τους οποίους εκείνοι έκαναν τον Αγώνα. Αυτοί πολέμησαν για ανεξαρτησία, για θρησκευτική και πνευματική ελευθερία, για δημοκρατία και ισότητα. Μα το όραμά τους προδόθηκε αμέσως. Οι ίδιοι πέρασαν στο περιθώριο, πέθαναν φτωχοί και περιφρονημένοι, μερικοί φυλακίστηκαν κιόλας, σαν τον Κολοκοτρώνη, που τον καταδίκασε το καθεστώς του Όθωνα για συνωμοτική δράση. Ένας μοίραρχος και 30 χωροφύλακες εστάλησαν μάλιστα για να τον συλλάβουν νύχτα, στο φτωχό καλύβι του. Κι αυτό προκάλεσε βέβαια το χαμόγελο του Γέρου του Μοριά, αλλά και το παράπονό του. «Ήρθατε» τους είπε «να με συλλάβετε μες στη νύχτα, σαν να ήμουν κάνας κακούργος. Αρκούσε ένα μαλλιαρό σκυλί να μου στέλνατε, έχοντας στο στόμα τη διαταγή να παρουσιαστώ στο παλάτι κι εγώ θα ’ρχόμουν». Ο Κολοκοτρώνης καταδικάστηκε τελικά σε θάνατο, σε μία δίκη-παρωδία, άσχετα που η ποινή δεν εκτελέστηκε ποτέ, γιατί λίγο αργότερα ενηλικιώθηκε ο Όθων και του έδωσε χάρη.
Ένας άλλος πολύ διάσημος ήρωας, που είχε την ίδια «τύχη» ήταν κι ο Νικηταράς, ο οποίος έκανε «θητεία» αρχικά στο Παλαμήδι και στην συνέχεια στις φυλακές τις Αίγινας, βάσει επίσης ανυπόστατων κατηγοριών για συνωμοσία εναντίον του Όθωνα. Αναφέρεται μάλιστα κι ένα χαρακτηριστικό περιστα-τικό, που θα μου επιτρέψετε να το αναφέρω, γιατί αναδεικνύει το ήθος αυτών των σπουδαίων ανθρώπων και στον αντίποδα αποδεικνύει και την αχαριστία του κράτους. Της αγνωμοσύνη αυτής της Ελλάδας, που πάντα τρώει τα παιδιά της.
Όταν αποφυλακίστηκε λοιπόν ο Νικηταράς το 1841, ήταν τόσο φτωχός που κατάντησε ζητιάνος στα σοκάκια του Πειραιά. Η πενιχρή σύνταξη που έπαιρνε, δεν έφτανε ούτε για ψωμί. Η αρμόδια αρχή η οποία χορηγούσε θέσεις επαιτείας, του είχε ορίσει μια ορισμένη μέρα της εβδομάδας, κοντά στην εκκλησία της Ευαγγελίστριας. Συγκεκριμένα, του επέτρεπε (!) να επαιτεί κάθε Παρασκευή!
Όταν αυτά έφτασαν στα αυτιά του πρέσβη Μεγάλης Δύναμης, αυτός απεστάλη από την κυβέρνηση του στο σημείο όπου ζητιάνευε ο μεγάλος οπλαρχηγός. Μόλις ο Νικηταράς αντελήφθη τον ξένο μάζεψε αμέσως το απλωμένο χέρι του.
- Τι κάνετε στρατηγέ μου; ρώτησε ο ξένος.
- Απολαμβάνω ελεύθερη πατρίδα, απάντησε υπερήφανα ο ήρωας.
- Μα εδώ την απολαμβάνετε, καθισμένος στον δρόμο; επέμενε ο ξένος.
- Η πατρίδα μου έχει χορηγήσει σύνταξη για να ζω καλά, αλλά έρχομαι εδώ για να παίρνω μια ιδέα πως περνάει ο κόσμος, απάντησε περήφανα ο Νικηταράς.
Ο ξένος κατάλαβε και διακριτικά, φεύγοντας, άφησε να του πέσει ένα πουγκί με χρυσές λίρες. Ο σχεδόν τυφλός Νικηταράς άκουσε τον ήχο, έπιασε το πουγκί και φώναξε: «Σου έπεσε το πουγκί σου. Πάρ’ το, γιατί θα το χάσεις!».
Στις 25 Σεπτεμβρίου του 1849, ο γενναίος και έντιμος αυτός ήρωας, πέθανε ξεχασμένος και πάμφτωχος. Το ίδιο φτωχοί και ξεχασμένοι έφυγαν και πολλοί ακόμη ήρωες. Και τους αγώνες αυτών των ανθρώπων τους καρπώθηκαν άλλοι, που ούτε πολέμησαν ποτέ, ούτε υποβλήθηκαν στην παραμικρή θυσία, κι ίσως ούτε και νοιάστηκαν ποτέ τους πραγματικά. Το νεόδμητο ελληνικό κράτος χτίστηκε εξαρχής πάνω στην αδικία και την εμπάθεια. Και η πολιτική μας ιστορία από το 1833 και μετά, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, είναι μια ατέλειωτη σειρά από καιροσκόπους, λαμόγια, διαδρομιστές και καθάρματα. Και φυσικά δεν ήταν μόνο αυτό. Ένα τμήμα του Ελληνισμού πράγματι ελευθερώθηκε, ενώ όμως γλίτωσε από τον τουρκικό ζυγό, γρήγορα πέρασε κάτω από άλλους ζυγούς, όχι τόσο ορατούς, αλλά πάντως εξίσου επικίνδυνους.
Έγινε έρμαιο στα χέρια φατριών, προτεκτοράτο στα χέρια ξένων δυνάμεων, θύμα της οικονομικής καχεξίας, χώρος ανακύκλησης κοινωνικών ανισοτήτων, αλλά και πεδίο εισβολής και επιβολής ξένων πολιτισμικών προτύπων, που οδήγησαν στην πνευματική του διάβρωση. Και το χειρότερο είναι ότι για τη διάβρωση αυτή, που φυσικά συνεχίζεται ως τις μέρες μας, η ευθύνη δεν βαραίνει μόνο όσους την επιζήτησαν, αλλά και εμάς τους ίδιους, όλους μας, που επί δεκαετίες το αποδεχτήκαμε ή το ανεχτήκαμε. Που δεχτήκαμε απλούστατα να πετάξουμε στη χωματερή όλη την Ουσία μας. Και θελήσαμε να γίνουμε «πολιτισμένοι», πιθηκίζοντας ξένα πρότυπα και τρόπους αλλότριους. Για να μάθουμε να ψελλίζουμε, όπως λέει κι ο Σεφέρης, «σπασμένες λέξεις από ξένες γλώσσες»…
Όλη αυτή η διάβρωση συνεχίστηκε βεβαίως με πολύ πιο ραγδαίους ρυθμούς τα τελευταία 35 χρόνια, την εποχή της λεγόμενης Μεταπολίτευσης. Μία πτωτική πορεία υλικού ευδαιμονισμού και υλιστικών ονειρώξεων και συνάμα πλήρους ξεχαρβαλώματος όλων των υπολοίπων, από Άμυνα, Αστυνομία, Υγεία έως φυσικά πρωτίστως Παιδεία, δηλαδή μια ιστορική διαδρομή κατά την οποία χάσαμε κάθε όραμα και απλώς κολλήσαμε στο κομπόδεμα των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων. Και με το ξεχαρβάλωμα αυτό, που επεκτάθηκε σε κάθε ηθική και πνευματική αξία, ακόμη και στις έννοιες των λέξεων, που έχασαν πια σιγά-σιγά τη σημασία τους, φτάνουμε βέβαια και στην τελευταία παράξενη περιπέτεια της επανάστασης του 21 – και μάλλον και την πιο επικίνδυνη απ’ όλες. Αυτή βέβαια δεν είναι περιπέτεια της ίδιας της επανάστασης ως γεγονότος, αλλά περιπέτεια της ιστορικής μνήμης – και είναι κάτι που εξελίσσεται στις μέρες μας με τρόπο λυσσαλέο. Εννοώ την άνοδο στη χώρα μας της λεγόμενης αποδομητικής σχολής, δηλαδή μιας ομάδας ιστορικών, στην πραγματικότητα γραικύλων που παίρνουν παχυλούς μισθούς από διάφορα νεοταξίτικα όργανα και που χρησιμοποιώντας ουσιαστικά κατά το δοκούν τις ιστορικές πηγές, προωθούν τον στόχο του πλήρους αποχρωματισμού του ιστορικού μας παρελθόντος.
Για μας τους ιστορικούς ετούτη η ιστορία είναι γνωστή στην Ελλάδα εδώ και 25 χρόνια, αν και βέβαια ο πολύς κόσμος ήταν μάλλον ανυποψίαστος ως τη στιγμή που εμφανίστηκε το εκκωφαντικά προκλητικό ανοσιούργημα της αξιότιμης κυρίας Ρεπούση. Για τους κάπως πιο υποψιασμένους βέβαια το πρώτο εμβληματικό έργο των αποδομητών υπήρξε το διαβόητο βιβλίο «Τι είν’ η πατρίδα μας», το 1998, όπου οι κυρίες Δραγώνα, Φραγκουδάκη και άλλα ερίτιμα μέλη από αυτό το σινάφι των ελληνοφοβικών που παριστάνουν τους μελετητές, έγραψαν διάφορα κωμικοτραγικά για την ελληνική εθνογένεση. Χοντρικά και σχηματικά, την εθνογένεση αυτή τη χρονολογούν τον ύστερο 19ο αιώνα, μετά δηλαδή από την Επανάσταση του 21. Σύμφωνα με τους εκπροσώπους αυτής της σχολής, όπου περίοπτη θέση κατέχουν ιστορικοί σαν τον Λιάκο, τον Βερέμη, τον Κιτρομηλίδη, την Κουλούρη, την Αναγνωστοπούλου και άλλους, την επανάσταση δεν την έκαναν εξ αίματος Έλληνες, αλλά ένα συνοθύλευμα από απογόνους Σλάβων, Βλάχων και Αλβανών, που απλώς χάρη στη Γαλλική Επανάσταση και τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό επιζητούσαν ελευθερία, λαμβάνοντας έμπνευση από ένα τεχνητό ρομαντικό αρχαιοελληνικό παρελθόν.
Το λεγόμενο νεοελληνικό έθνος προέκυψε αργότερα, στην προσπάθεια του βαυαρικού καθεστώτος και των επόμενων να επιτύχουν την εσωτερική ομοιογένεια του ελληνικού βασιλείου. Και ήταν ουσιαστικά μία εθνογένεση τεχνητή. Το βιβλίο της Ρεπούση βέβαια όλοι το γνωρίζετε – εδώ πρέπει να πω ότι η Ρεπούση είναι πνευματικό τέκνο αυτής της ομάδας που προανέφερα και πρέπει ακόμη βέβαια να πω ότι προσωπικά της χρωστώ ευγνωμοσύνη, γιατί ενώ μέχρι τότε όλες οι προσπάθειες αποδόμησης ήταν υπόγειες και ύπουλες, για πρώτη φορά είχαμε μία τόσο βλακωδώς απροκάλυπτη μετωπική επίθεση απέναντι στα «ιερά και τα όσια» του λαού μας, και αυτό φυσικά αφύπνισε πολλές κοιμισμένες και επαναπαυμένες συνειδήσεις, πράγμα βεβαίως πολύ ευχάριστο.
Και φτάσαμε φυσικά και στη νέα μετωπική επίθεση μέσα από το πρόσφατο τηλεοπτικό περίττωμα του Σκάι «1821-Η γέννηση ενός έθνους», όπου και μόνο από τον τίτλο αντιλαμβανόταν κανείς τι επρόκειτο να δει και να ακούσει. Και πράγματι: ακούσαμε για ανεξιθρησκεία, ακούσαμε για τις παροιμιώδεις ευρύτερες φιλελεύθερες συνθήκες του οθωμανικού καθεστώτος, ακούσαμε και για την οικονομική ανάκαμψη και άνθηση των πρώτων αιώνων της Τουρκοκρατίας. Μέχρι και πως οι Τούρκοι ανασυγκρότησαν τον Ελληνισμό, σώζοντας τους Έλληνες από την οικονομική και πολιτική καταπίεση των χριστιανών γαιοκτημόνων του Βυζαντίου ακούσαμε. Και τελικά με όλα αυτά πώς δικαιολογήθηκε η Επανάσταση του 21; Μα επειδή τον τελευταίο αιώνα αυξήθηκαν οι φόροι εξαιτίας των αρπακτικών που λέγονταν κοτζαμπάσηδες.
Γι’ αυτό ξεσηκώθηκαν λοιπόν οι υπόδουλοι! Ούτε λέξη φυσικά για τους μαζικούς εξισλαμισμούς, ούτε λέξη για τους νεομάρτυρες, ούτε λέξη για την απόλυτη κοινωνική καταισχύνη του «ραγιά», ούτε λέξη για την πιο βάρβαρη σκλαβιά που γνώρισε ποτέ ο τόπος. Όλα διαλυμένα, διαστρεβλωμένα, αποδομημένα και εξουθενωμένα. Και όλα βέβαια χωρίς καμμία σοβαρή απόπειρα τεκμηρίωσης. Για να στηριχτούν άλλωστε όλες αυτές οι ιδεοληπτικές εμμονές και οι ψευτοϊστορικές απάτες όχι αποδεικτικά ιστορικά στοιχεία, αλλά ούτε καν απλές ενδείξεις δεν υπάρχουνε.
Το ίδιο ανελλήνιστο και αντι-ιστορικό παραλήρημα συνεχίστηκε ασφαλώς και στα υπόλοιπα επεισόδια. Με συνεχείς υπαινιγμούς για την μη ελληνική προέλευση των επαναστατών, μήπως και δεν το εμπεδώναμε δηλαδή ότι ήταν τουρκόσποροι και αλβανόφωνοι. Θυμίζω ότι μέχρι και το νανούρισμα που ακούστηκε την ώρα που η Μεσολογγίτισσα μάνα κοίμιζε δήθεν το μωρό της λίγο πριν την ηρωικό Έξοδο, αλβανικό νανούρισμα ήτανε. Με συνεχείς προσπάθειες συμψηφισμού μεταξύ των δήθεν αγριοτήτων που διεπράχθησαν «και από τις δύο πλευρές», λες και γίνανε τα ίδια από Έλληνες και Τούρκους, λες και είναι τόσο απλό να συμψηφίσεις θύτες και θύματα από 4 αιώνες απάνθρωπης σκλαβιάς, λες και κάνανε ποτέ οι Έλληνες γενοκτονίες.. Και βέβαια με συνεχή προσβλητικά σχόλια για τους αγωνιστές και για τη δράση τους, όπως π.χ. ο ρόλος του Κολοκοτρώνη στην περίφημη σφαγή της Τριπολιτσάς, μια σφαγή όμως με την οποία ο Γέρος του Μοριά ουδεμία σχέση είχε. Για να μην πούμε βέβαια και τα σχόλια του αξιότιμου κυρίου Τατσόπουλου στο Facebook, για τον Κολοκοτρώνη που ήταν γκέυ και μπορεί να είχε αρραβωνιαστεί και μ’ ένα Τούρκο.
Ξέσπασε μετά φυσικά ένας σχετικός σάλος και ο εν λόγω κύριος δήλωσε ότι έκανε βεβαίως πλάκα. Και ασφαλώς έκανε πλάκα, ουδείς είπε ότι αυτά τα έλεγε στα σοβαρά, αλλά αυτό δεν λύνει το πρόβλημα. Μάλλον, είναι ακριβώς το πρόβλημα. Το ότι κάνουμε δηλαδή χυδαία πλάκα με τα ιδανικά μας, με τα σύμβολα και τους ήρωές μας, τα ξεφτιλίζουμε όλα και πετάμε τα μαργαριτάρια στους χοίρους. Και όταν δεν είναι πλάκα, θα είναι υποτίθεται τέχνη ή επιστήμη. Όταν ένας διαστροφικός ανώμαλος ζωγραφίζει ένα πέος που διεισδύει σ’ ένα καρπούζι ή το πολύ φρικτότερο, ένα πέος που εκσπερματίζει πάνω σ’ ένα σταυρό, αυτό είναι τέχνη. Αν το στηλιτεύσεις, προσβάλλεις την ελευθερία της τέχνης, είσαι ακραίος και φανατικός. Οι αργυρώνητες βλακείες των Βερέμηδων και των Ρεπούσηδων είναι επιστήμη. Αν πας να τα αντικρούσεις, είσαι υστερική νοικοκυρά, housewife, που έλεγε κι η Κουλούρη. Κι όταν ο Τατσόπουλος χαριτολογεί για τον Τούρκο αρραβωνιαστικό του Κολοκοτρώνη, τότε κάνουμε απλώς πλάκα. Άμα δεν γελάσεις, είσαι πάλι φανατικός και σου λείπει βέβαια και η αίσθηση του χιούμορ.
Καταλάβατε, πιστεύω, πού βρίσκεται το πρόβλημα, έτσι; Όταν τα εξουθενώ-νεις όλα και τα ευτελίζεις, όταν γκρεμίζεις τα ιδεώδη και αφαιρείς από τους νέους τα πρότυπα εκείνα που θα μπορούσαν πραγματικά να εμπνεύσουν υψηλές ιδέες και ιδανικά και βάζεις στη θέση τους γελοίους και θηλυπρεπείς τηλεστάρ και σκύβαλα επί σκυβάλων, που το μόνο που δύνανται να περιφέρουν ολόγυρα, είναι η αμορφωσιά και η βλακεία τους, τότε το σχέδιό σου πάει καλά. Το σχέδιο που φυσικά δεν είναι άλλο από το να επιτείνεις τη σύγχυση και την ανοησία και να δημιουργείς ζαλισμένα και συνεπώς υποταγμένα κοπάδια προβάτων, που τους έχει κάνει το μυαλό κιμά η αποχαυνωμένη εκπαίδευση του τραγικού Υπουργείου Παιδείας και η χυδαία χωματερή των βοθροκάναλων. Όταν έχεις πετάξει στη λάσπη όλα όσα μπορούν πραγματικά να εμπνεύσουν αξίες, όταν έχεις βγάλει τον Κολοκοτρώνη κατσαπλιά ή τον Μακρυγιάννη τοκογλύφο ή τον Καραϊσκάκη αγριάνθρωπο, ο δρόμος είναι πια ανοιχτός. Τότε έχεις πια νικήσει.
Θα μου επιτρέψετε να σας πω τώρα και μια ακόμη ιστορία, πολύ συγκλονιστική. Έχει σχέση με μια από τις πιο γενναίες και αγνές μορφές της Επανάστασης, τον Κωνσταντίνο Κανάρη.
Αυτοί λοιπόν πολέμησαν τότε! Αυτοί πολέμησαν για να είμαστε σήμερα εμείς εδώ και να μιλάμε λεύτερα. Κι εγώ δεν λέω να κάνουμε είδωλα τον Κανάρη και τον Μακρυγιάννη, δεν με νοιάζει, δεν χρειαζόμαστε προσωπολατρίες. Δεν υπάρχει όμως επιτέλους τίποτε μέσα στο περιστατικό που μόλις σας ανέφερα, όπως και σε τόσα άλλα, που αξίζει να ειπωθεί; Ιστορία δεν είναι κι αυτά; Και μάλιστα η κατ’ εξοχήν Ιστορία, γιατί Ιστορία είναι οι άνθρωποι κι όχι οι άψυχοι αριθμοί; Γιατί μας τα κρύβουν; Γιατί προβάλλουν όλα τα ανώδυνα και τα ανόητα και αποσιωπούν συστηματικά όλα εκείνα που μπορούν να μας συγκινήσουν, να μας διεγείρουν, να μας κάνουν να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα; Γιατί τα σχολικά βιβλία γίνονται όλο και πιο απονευρωμένα; Γιατί το βιβλίο π.χ. στη Β΄ Λυκείου, που διδάσκω, αφιερώνει στην ελληνική Επανάσταση 4 μόλις σελίδες; Γιατί η Ιστορία στο φερόμενο ως Νέο Λύκειο της ανελλήνιστης Αννούλας (της Διαμαντοπούλου ε;) μετατρέπεται σε μάθημα κατ’ επιλογήν, δηλαδή ουσιαστικά καταργείται; Γιατί η μαζική ηλιθιοποίηση των παιδιών μας συνεχίζεται όλο και πιο μεθοδικά; Απλά ερωτήματα θέτω, που ελπίζω στη συνέχεια να τα συζητήσουμε.
Εδώ βρισκόμαστε πια λοιπόν σήμερα. Στο τέλος μιας διαδρομής, όπου έχουμε απολέσει πλέον την ταυτότητά μας. Βρισκόμαστε εδώ, σε μια Ελλάδα τυφλή πλέον και αμνησιακή, που δεν ξέρει πού πατά και πού πηγαίνει. Και βέβαια ζούμε πάλι σε καιρούς ξένης κατοχής, κατοχής που δεν είναι μόνο οικονομική και πολιτική, αλλά και πνευματική. Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σ’ ένα μονόδρομο, ένα μονόδρομο, που καλεί και πάλι επιτακτικά σε μια νέα Επανάσταση – και μάλιστα τούτη τη φορά ενάντια ΚΑΙ στους ίδιους τους εαυτούς μας. Μία πραγματική Επανάσταση, όπως η ίδια η λέξη το ορίζει, δηλαδή να κοιτάξουμε πίσω, να βρούμε τι χάσαμε κι έτσι να σηκωθούμε πάλι, ανακτώντας την κατάστασή μας την προπτωτική. Να ξεφύγουμε από τις υλικές αυταπάτες – άλλωστε το κομπόδεμα, που προανέφερα, σε λίγο δεν θα υπάρχει πια, από δανεικά ήτανε, άρα χους ην και εις χουν απελεύσεται. Ανεμομάζωμα και συνεπώς διαβολοσκόρπισμα. Να ξεφύγουμε από αυτό λοιπόν και να αναζητήσουμε ξανά την αγάπη για την πατρίδα και την πίστη στον Θεό. Άλλος τρόπος να μείνουμε όρθιοι στην επερχόμενη λαίλαπα, δεν υπάρχει.
Όταν ο Μακρυγιάννης είχε οχυρωθεί στους Μύλους και περίμενε την επίθεση του Ιμπραήμ, είχε έρθει ο Γάλλος ναύαρχος Δεριγνύ και τον προειδοποίησε ότι οι θέσεις των Ελλήνων είναι αδύνατες και δεν θα αντέξουν στην τουρκο-αιγυπτιακή επίθεση. Ξέρετε τι του αποκρίθηκε; «Είναι αδύνατες οι θέσεις μας κι εμείς» του είχε πει, «όμως είναι δυνατός ο Θεός οπού μας προστατεύει. Κι αν είμαστε ολίγοι εις το πλήθος του Μπραΐμη, παρηγοριόμαστε μ’ έναν τρόπο, ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θηρία πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε . τρώνε από μας και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν. Κι όταν κάνουν αυτήν την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν.
Όταν σηκώσαμε την σημαία εναντίον της τυραγνίας, ξέραμε ότι είναι πολλοί αυτοί κι έχουν και κανόνια κι ότι εμείς απ’ όλα είμαστε αδύνατοι. Όμως ο Θεός φυλάγει και τους αδύνατους. Κι αν πεθάνομεν, πεθαίνομεν δια την πατρίδα μας, δια τη θρησκεία μας. Πολεμούμεν όσο μπορούμε κι ο Θεός βοηθός». Εδώ είναι όλο το νόημα που πιστεύω εγώ ότι πρέπει να συγκρατήσουμε στο μυαλό μας, σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς που ζούμε. Ο Θεός είναι πραγματικά η μόνη μας ελπίδα. Εμείς είμαστε ασήμαντοι, μόνοι μας τίποτα δεν μπορούμε να κάνουμε, είναι αδύνατο να αλλάξουμε τον ρου των γεγονότων. Δεν θα κάτσουμε όμως μοιρολατρικά με τα χέρια σταυρωμένα, θα πολεμήσουμε, ακριβώς όπως το λέει ο μέγας Μακρυγιάννης, και ο Θεός θα δει τον κόπο μας και θα ελεήσει. Είμαστε υποχρεωμένοι λοιπόν εμείς να κάνουμε το καθήκον μας. Όχι με αλαζονεία, όχι με την πεποίθηση ότι κάνουμε κάτι σπουδαίο. Θα πολεμήσουμε όμως. Και πάλι ο Μακρυγιάννης το λέει ξεκάθαρα. «Όταν πάνε να μου βλάψουν την πίστη μου και την πατρίδα μου, θερίο ανήμερο θα γίνω. Θα φωνάξω, θα πολεμήσω κι ό,τι θέλουνε, ας μου κάνουν»! Ε, εκεί λοιπόν βρισκόμαστε σήμερα! Στο σημείο που πρέπει να γίνουμε ανήμερα θηρία. Και ο Θεός βοηθός. Εύχομαι χρόνια πολλά για μεθαύριο και καλή λευτεριά!