Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2013

ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΛΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ



Η Ευαγγελική περικοπή της Θείας Λειτουργίας
Λουκά Κεφ. Ιστ. 19 – 31
Είπεν ο Κύριος: «άνθρωπος τις ήν πλούσιος, και ενεδιδύσκετο πορφύραν και βύσσον, ευφραινόμενος καθ’ ημέραν λαμπρώς. Πτωχός δέ τις ήν ονόματι Λάζαρος, ός εβέβλητο προς τον πυλώνα αυτού ηλκωμένος, και επιθυμών χορτασθήναι απο των ψιχίων των πιπτόντων απο της τραπέζης του πλουσίου, αλλά και οι κύνες ερχόμενοι απέλειχον τα έλκη αυτού. Εγένετο δέ αποθανείν τον πτωχόν, και απενεχθήναι αυτόν υπό των αγγέλων εις τον κόλπον Αβραάμ. Απέθανε δέ και ο πλούσιος και ετάφη. Και εν τω άδη, επάρας τους οφθαλμούς αυτού, υπάρχων εν βασάνοις,
ορά τον Αβραάμ απο μακρόθεν και Λάζαρον εν τοις κόλποις αυτού. Και αυτός φωνήσας είπε, πάτερ Αβραάμ, ελέησόν με, και πέμψον Λάζαρον ίνα βάψη το άκρον του δακτύλου αυτού ύδατος, και καταψύξη την γλώσσάν μου, ότι οδυνώμαι εν τη φλογί ταύτη. Είπε δέ Αβραάμ: τέκνον, μνήσθητι ότι απέλαβες σύ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου, και Λάζαρος ομοίως τα κακά. Νύν δέ ώδε παρακαλείται, σύ δέ οδυνάσαι. Και επι πάσι τούτοις, μεταξύ ημών και υμών χάσμα μέγα εστήρικται, όπως οι θέλοντες διαβήναι ένθεν προς υμάς μή δύνωνται, μηδέ οι εκείθεν προς ημάς διαπερώσιν. Είπε δέ: ερωτώ ούν σε, πάτερ, ίνα πέμψης αυτόν εις τον οίκον του πατρός μου’ έχω γάρ πέντε αδελφούς, όπως διαμαρτύρηται αυτοίς, ίνα μή και αυτοί έλθωσιν εις τον τόπον τούτον της βασάνου. Λέγει αυτώ Αβραάμ: έχουσι Μωϋσέα και τους προφήτας, ακουσάτωσαν αυτών. Ο δέ είπεν: ουχί, πάτερ Αβραάμ, αλλ’ εάν τις απο νεκρών πορευθή προς αυτούς, μετανοήσουσιν. Είπε δέ αυτώ: ει Μωϋσέως και των προφητών ουκ ακούουσιν, ουδέ εάν τις εκ νεκρών αναστή πεισθήσονται.»


Tου Ιωάννη Καραβιδόπουλου,
Ομότ. Καθηγητή Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.,
«Κάποιος άνθρωπος ήταν πλούσιος, φορούσε πολυτελή ρούχα και το τραπέζι του κάθε μέρα ήταν λαμπρό.  Κάποιος φτωχός όμως, που τον έλεγαν Λάζαρο, ήταν πεσμένος κοντά στην πόρτα του σπιτιού του πλουσίου, γεμάτος πληγές,  και προσπαθούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου. 'Ερχονταν και τα σκυλιά και του έγλειφαν τις πληγές. Κάποτε πέθανε ο φτωχός, και οι άγγελοι τον πήγαν κοντά στον Αβραάμ. Πέθανε κι ο πλούσιος και τον έθαψαν.  Στον άδη που ήταν και βασανιζόταν, σήκωσε τα μάτια του και είδε από μακριά τον Αβραάμ και κοντά του το Λάζαρο.  Τότε φώναξε ο πλούσιος και είπε: “πατέρα μου Αβραάμ, σπλαχνίσου με και στείλε το Λάζαρο να βρέξει με νερό την άκρη του δάχτυλού του και να μου δροσίσει τη γλώσσα, γιατί υποφέρω μέσα σ' αυτή τη φωτιά”.  Ο Αβραάμ όμως του απάντησε: “παιδί μου, θυμήσου ότι εσύ απόλαυσες την ευτυχία στη ζωή σου, όπως κι ο Λάζαρος τη δυστυχία. Τώρα λοιπόν αυτός χαίρεται εδώ, κι εσύ υποφέρεις.  Κι εκτός απ' όλα αυτά, υπάρχει ανάμεσά μας μεγάλο χάσμα, ώστε αυτοί που θέλουν να διαβούν από 'δω σ' εσάς να μην μπορούν· ούτε οι από 'κει μπορούν να περάσουν σ' εμάς”.  Είπε πάλι ο πλούσιος: “τότε σε παρακαλώ, πατέρα, στείλε τον στο σπίτι του πατέρα μου,  να προειδοποιήσει τους πέντε αδερφούς μου, ώστε να μην έρθουν κι εκείνοι σ' αυτόν εδώ τον τόπο των βασάνων”.  Ο Αβραάμ του λέει: “έχουν τα λόγια του Μωυσή και των προφητών· ας υπακούσουν σ' αυτά”. “Όχι, πατέρα μου Αβραάμ”, του λέει εκείνος, “δεν αρκεί· αλλά αν κάποιος από τους νεκρούς πάει σ' αυτούς, θα μετανοήσουν”. Του λέει τότε ο Αβραάμ: “αν δεν υπακούνε στα λόγια του Μωυσή και των προφητών, ακόμη κι αν αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς, δεν πρόκειται να πεισθούν”» (Λουκ. 16, 19-31).
Γνωστή σε όλους μας είναι η παραβολή του πλούσιου και του φτωχού Λαζάρου. Είναι όμως το κεντρικό θέμα της η καταδίκη του πλούτου και ο ύμνος της φτώχειας, όπως φαίνεται εκ πρώτης όψεως; Το κοινωνικό βέβαια πλαίσιο δεν είναι αδιάφορο για τον Χριστό, αλλά δεν αποτελεί τον κεντρικό στόχο του. Ο φτωχός δεν κερδίζει την εύνοια του Θεού επειδή είναι φτωχός, αλλά μόνον εφόσον στηρίζει τις ελπίδες του στον Θεό και ζει σύμφωνα με την εντολή του· και ο πλούσιος δεν είναι καταδικα¬σμένος μόνο και μόνο γιατί έχει υλικά αγαθά, αλλά γιατί κινδυνεύει να χάσει το πάν όταν ή ζωή του είναι στηριγ¬μένη στα αγαθά του και όχι στον Θεό, όταν ξεχάσει τον φτωχό συνάνθρωπο του και όταν κλεισθεί και παγιδευτεί στον πλούτο του. Ότι μπορεί ένας πλούσιος να είναι πρότυπο αγάπης και ένας φτωχός να είναι ασεβής, αποτε¬λεί επίσης μια πιθανή κατάσταση μέσα στη ζωή.
Έτσι οι λέξεις «πλούσιος» και «πτωχός» στη διήγη¬σή μας έχουν ένα περισσότερο θρησκευτικό παρά κοινω¬νικό περιεχόμενο. Εκείνο στο όποιο αποβλέπει η παρα¬βολή είναι η επισήμανση ενός πραγματικού κινδύνου, του κινδύνου της αυτάρκειας και της πεποιθήσεως ότι η ευημερία είναι ατέλειωτη κι ότι το μόνο σταθερό και αμετάβλητο είναι ο λόγος του Θεού, όπως διατυπώθηκε μέσα στην Άγια Γραφή. Όλα αλλάζουν κι ευρίσκεται ο άν¬θρωπος μπροστά σε απροσδόκητες εκπλήξεις• όταν μάλι¬στα είναι αργά πια για να μετανοήσει, η κατάσταση του γίνεται αναπόφευκτα τραγική.
Ο πλούσιος της διηγήσεως βλέπει να μεταβάλλονται τα πάντα. Αυτός διψά κι ο πτωχός ευφραίνεται, έχασε τα πάντα ενώ ό Λάζαρος βρίσκεται στο πλήρωμα της ευτυ¬χίας. Ζητεί να προειδοποιήσει τους πέντε αδελφούς του για τη μελλοντική τύχη τους. Σκέφτεται ότι αν κάποιος από τον κόσμο των νεκρών αναστηθεί και τους πληροφο¬ρήσει, θα προλάβουν το κακό. Αλλ’ η απάντηση που παίρνει είναι σαφής: «Έχουν την Άγια Γραφή, ας την προσέξουν. Αν δεν πιστεύουν σ’ όσα γράφονται σ’ αυτή, ούτε και σ’ ένα νεκραναστημένο θα πιστέψουν».
Ο κάθε άνθρωπος θέλει λογικές αποδείξεις για όλα τα πράγματα που τον αφορούν, θέλει ένα θαύμα, ζητεί την περιγραφή ενός αυτόπτη μάρτυρα για να πεισθεί· θέ¬λει η πίστη του να στηρίζεται σε μια τετράγωνη λογική• δεν εννοεί να διακινδυνεύσει τίποτε· το ρισκάρισμα τον ενοχλεί. Όλοι λίγο-πολύ είμαστε παγιδευμένοι στον πλούτο των γνώσεων μας, της επιστήμης, της λογικής μας. Θα δεχόμασταν αμέσως μια κάποια μελλοντική μορ¬φή ζωής, αρκεί κάποιος αυτόπτης μάρτυρας να ερχόταν από κει και να την περιέγραφε, αρκεί να την αποδείκνυε λογικά.
Η φτώχεια που μακαρίζεται σ' άλλο σημείο του ευαγγελίου - όχι βέβαια σαν κοινωνική κατάσταση αλλά σαν θρησκευτική τοποθέτηση - σημαίνει ακριβώς απαγ¬κίστρωση από τις λογικά κατασκευασμένες παγίδες της ζωής, εκμηδένιση των εγκόσμιων βεβαιοτήτων και ανεπι¬φύλακτη - χωρίς ορθολογισμούς - παραδοχή του ζωοδότη λόγου, της θείας υποσχέσεως που κάνει την ελπίδα να ανθίζει στον απεγνωσμένο άνθρωπο. Όταν διώχνει κανείς αυτήν την ελπιδοφόρα δυνατότητα, όσο πλούσια κι αν ζει, κάποτε θα αιφνιδιαστεί. Και τότε θα είναι αργά!
Η παραβολή θέλει να στρέψει την προσοχή μας σ’ αυτό ακριβώς το σημείο: Στο ότι η τωρινή στιγμή είναι η ώρα της μεγάλης αποφάσεως απέναντι στο λόγο του Θεού. Αυτή η στιγμή είναι η κατάλληλη προθεσμία για το Ναι στο προσκλητήριο του Θεού για μετάνοια και για καινούργια ζωή. Αλλιώς, κινδυνεύουμε να είμαστε εκ¬πρόθεσμοι! Και η απόφαση παίρνεται αφού απογυμνωθεί κανείς από ό,τι τον κρατάει δέσμιο και αιχμάλωτο, από ό,τι τον εμποδίζει να δει καθαρά το μέλλον του, από ό,τι τον κάνει «πλούσιο» με την έννοια που είπαμε προηγουμένως, από ό,τι του δίνει μια αυτάρεσκη βεβαιότητα για τη ζωή του. Απόφαση με απόλυτη εμπιστοσύνη στο Θεό. Από¬φαση όχι κάποτε στο μέλλον όταν δοθεί κάποια ευκαιρία, αλλά αυτήν ακριβώς τη στιγμή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου